- χαλκόγενυς
- χαλκόγενυς1 with bronze jaws “ἄγκυραν χαλκόγενυν” P. 4.24
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χαλκόγενυς — υ, Α (για άγκυρα) αυτός που έχει χάλκινα άκρα («ἄγκυραν χαλκόγενυν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γένυς «σαγόνι, το άκρο του αγκιστριού» (πρβλ. μακρό γενυς, ὀξύ γενυς] … Dictionary of Greek
χαλκογένεια — χαλκόγενυς with teeth of bronze neut nom/voc/acc pl χαλκογένειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκόγενυν — χαλκόγενυς with teeth of bronze masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκογένειος — ον, Α χαλκόγενυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο γένειος, ὀξυ γένειος] … Dictionary of Greek